- διαφόριση
- ηη πράξη τού διαφορίζω, η εύρεση τού διαφορικού* μιας συναρτήσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
παραγώγιση — η η εύρεση τού διαφορικού μιας συνάρτησης, διαφόριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράγωγος, μέσω αμάρτυρου *παραγωγίζω] … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek